- δεκασύλλαβος
- -η, -ο (AM δεκασύλλαβος, -ον)1. αυτός που έχει δέκα συλλαβές («δεκασύλλαβη λέξη»)2. το αρσ. ως ουσ. ο δεκασύλλαβοςστίχος που αποτελείται από δέκα συλλαβές.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δεκασύλλαβος, -η — ο αυτός που αποτελείται από δέκα συλλαβές: Ο στίχος είναι δεκασύλλαβος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
decasílabo — ► adjetivo/ sustantivo masculino POESÍA Se aplica al verso que tiene diez sílabas. * * * decasílabo, a (del lat. «decasyllӑbus», del gr. «dekasýllabos») adj. y n. m. Métr. Se aplica al verso de diez sílabas. * * * decasílabo, ba. (Del lat.… … Enciclopedia Universal
δέκα — Άκλιτο, απόλυτο αριθμητικό (10). δέκα . Πρώτο συνθετικό λέξεων, που χρησιμοποιείται για τον σχηματισμό πολλαπλών μονάδων, των οποίων η πολλαπλότητα είναι ίση με 10. Συμβολίζεται διεθνώς με da (π.χ. 1 dam = 10 μ.). Στην οργανική χημεία, ως πρώτο… … Dictionary of Greek
decasílabo — decasílabo, ba (Del lat. decasyllăbus, y este del gr. δεκασύλλαβος). adj. De diez sílabas. Verso decasílabo. U. t. c. s.) … Diccionario de la lengua española